- Πήγατε ; Ακούς; Διακοπές, λέω , πήγατε;
Ο Σωτήρης τον κοιτάει και μένει αμίλητος. Πίνει μια γουλιά
καφέ, τρίβει τη μύτη και παίζει με το κομπολόι του, ντάγκα- ντούγκου. Κυριακή,
στο περίπτερο, μετά τη λειτουργία στον Άγιο Νεκτάριο, στην άνω Βούλα
-Λοιπόν ; επιμένει ο φίλος του
Ο Σωτήρης , έχει ρίξει το βλέμμα στο κενό και σκέφτεται...
« Διακοπές, λέει! Αν πήγαμε διακοπές! Πώς να πας ; Οι κύριοι, τα
κατάφεραν μια χαρά, ξεφτέρια να πούμε, μας πήγανε , μας φέρανε και ...ξεμείναμε
από χρήμα! Μας ξέχασαν κι οι «κυρίες» τράπεζες. Που άλλες εποχές που ήμασταν «καβαλλερία
ρουστικάνα»; Πόσα ; Τόσα ; Πάρτα, κι άμα γουστάρεις, έλα ξανά. Τώρα; Κάνανε τη
σύνταξη... ασθενική και την επικουρική να τη βλέπεις και να τη λυπάσαι. Πώς να πας
λοιπόν διακοπές ; Πρώτα - πρώτα , το αυτοκίνητο δε θέλει τα δικά του; Νερό με
παγάκια καίει ; Έπειτα, δε θα του κάνεις ένα σέρβις; Να μείνεις και να σου
κάνει γκρίνια η Ιουλία; Καλύτερα στη ...Σαχάρα! Άσε που θα πρέπει να πληρώσεις
και τη καθυστερούμενη δόση στη Ασφαλιστική, για να έχεις οδική βοήθεια. Κι από
ΚΤΕΟ τι γίνεται ; Δύο χρόνια έχω να το περάσω, εγώ αμελής ;
Μη λέμε κι ότι θέλουμε, έτσι ; Δε πρέπει να φας ; να πας στο
γιατρό; δε θα πας σε κάποιο γάμο, μια βάπτιση ; φάρμακα δε χρειάζεσαι ; το σπίτι
δε θέλει κι αυτό τα έξοδα του; χαράτσια δε πληρώνεις; φόρους δε δίνεις ; Για
κάνε σούμα κι άμα σου περισσέψει πέρασε και ΚΤΕΟ! Έπειτα δε θέλεις διόδια ; Θα
μου πεις , λίγα είναι, ναι, αλλά φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Άσε που
οι δρόμοι είναι ...μάπα. Δεν είναι δρόμοι αυτοί, λακουβο- κατάσταση είναι!
Κανονικά θα έπρεπε να μας ...πληρώνουν! Και τόσα λεφτά που μαζεύουν τι τα κάνουν
; Να σου πω εγώ τι τα κάνουν - τρώνε οι επιτήδειοι, γιατί οι επιτήδειοι στην
Ελλάδα είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους. «Δεν είναι μαγιό αυτό που έχω»
σου λέει η Ιουλία . «Τι είναι ;» τη ρωτάω. «Περσυνό» μου λέει. Χρειάζεται κι
ένα φόρεμα με παρεό για την παραλία, αλλά όχι από τους Κινέζους, «τι έχουν οι
άνθρωποι και δεν τους συμπαθείς Ιουλία;» Θέλει και παπούτσια για τη θάλασσα και
καπέλο, άσε που θα χρειαστεί αντιηλιακό και λάδι για να μαυρίσει; Και γιατί να
μαυρίσει; Για μένα άσπρη - μαύρη το ...ίδιο είναι. Και τα έξοδα μαζεύονται. Άσε
που η Ιουλία θέλει πεντάστερο ! Είχες και στο χωριό σου Ιουλία πεντάστερο ; Να
δεις που το λέει κι αγγλικά- all including!
Μου τη δίνει ,αλλά τα βάζεις με τις γυναίκες ; Μόκο! Κι άντε ,ας πούμε, και πας
στο ξενοδοχείο , δε θα βγεις ένα βράδυ; Κι αν βγεις, το φέρει να πούμε η
περίσταση, δυο βράδια, τι κάνεις ; Κι επειδή εγώ είμαι Πειραιώτης θα πληρώσω, να
κάνω το παγώνι; Με τι μούτρα θα κυκλοφορώ έπειτα ; κι άμα γυρίσεις, δε θα φέρεις και κανένα
δωράκι ; Στα παιδιά σου να πούμε δε θα πάρεις κάτι; Μέχρι κι η συμπεθέρα θα
έχει να το λέει, κι άντε να καθαρίσεις! Στον Αργύρη, που μας έφερε σουτζούκ-
λουκούμ από την Πόλη δε θα του πάρεις κάτι ; Κάτσε λοιπόν και λογάριασε και τα
παράπονα στη... Μέρκελ! Αλλά, βλέπεις, εμείς δε είχαμε μυαλό! Μας παρακαλούσαν
τότε να πάρουμε οικόπεδο και να κτίσουμε. Το έλεγα στην Ιουλία, αλλά η Ιουλία
Μεταξάς! Τότε μπορούσαμε, ήτανε και πιο φτηνά κι είχα και καλό μιστό, στην
Πολεοδομία! Πέρα βρέχει η δικιά σου, ήθελε ταξίδια σε εξωτικά νησιά, παρέα με
τις οφ-σορ εταιρείες.
« Δεν μπορώ κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος , κάτι παθαίνω» η
Ιουλία. Τώρα βρες τρόπο να «ξεπάθεις», αλλά το λες ; Όχι βέβαια , τα βάζεις με
τις γυναίκες ; τόπαμε! Μείναμε στην Αθήνα και πηγαίναμε για μπάνια στη παραλία
της Βούλας, κοντά, για οικονομία, κόσμος να δεις. Στεναχωρέθηκε η Ιουλία. «Να
πρόσεχες όταν ψήφιζες Ιουλία» της είπα κι εκείνη το γύρισε «άμα δεν είχες
χαρίσει στον αδερφό σου το πατρικό, θα μπορούσαμε , σήμερα, να πάμε σαν
άνθρωποι κι εμείς στο χωριό , αλλά σε πιάσανε τα κουβαρνταλίκια, και τα
χάρισες, μια ζωή το σόι σου» και μετά από λίγο προσθέτει με ανάλογο ύφος « αλλά
είχες μυαλό;» Και βέβαια δεν είχα μυαλό Ιουλία γιατί αν είχα θα έπαιρνα τη
δασκάλα που είχε και ...εξοχικό, αλλά, είπαμε , είναι από αυτά που δεν λέγονται!
-Τελικά πήγατε; Ρε Σωτήρη;
- Που ; κάνει εκείνος αφηρημένος
- Διακοπές!
- Όχι δε πήγαμε! Δε μας άφησε η ...κυβέρνηση!
|