ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Εύθυμη μελαγχολία |
10.12.11 | |
Η θεία η Αφροδίτη έμεινε τελικά μόνη της. Το προσπάθησε πολύ όταν ήταν νέα - να βρεθεί ένας άνθρωπος να φτιάξει τη ζωή της. Βλέπεις ερωτεύτηκε, όχι πως είναι κακό, αλλά δε της έκατσε που λέμε. Στα 19 της ήταν που πρωτόδε το Γρηγόρη και με την πρώτη ματιά τα συμφωνήσανε. Αλλά να η ζωή, το είχε μελετήσει αλλιώς. Εκείνος πήγε στρατιώτης κι εκεί στις Σέρρες γνώρισε μια στρουμπουλή κι ο Γρηγόρης που είχε αδυναμία στις στρουμπουλές τη γκάστρωσε κι η Αφροδίτη ,όταν το έμαθε, πικράθηκε αλλά δεν είπε τίποτε μα δε ματάδε ,από τότε το Γρηγόρη, πάει και τελείωσε... Μένει μόνη της η θεία η Αφροδίτη. Μένει στα Πετράλωνα. Έχει ένα δυάρι στον πρώτο όροφο σε μια παλιά πολυκατοικία. Ξεχασμένη από όλους. Παίρνει σύνταξη, αλλά λίγη, ίσα να περνάει. Μια ζωή στα Πετράλωνα η θεία η Αφροδίτη. Από τότε που ήρθε από το Λιδορίκι στην Αθήνα για να βρει τη τύχη της. Μένει μόνη της η θεία η Αφροδίτη. Από καιρό, τώρα, βλέπεις κι ο Τρύφωνας , που ήρθε πολύ αργότερα στο δρόμο της, δε λέω, καλός ,χρυσός αλλά αναποφάσιστος και φοβητσιάρης , έβαζε μπροστά το οικονομικό κι έτσι της έφαγε κάμποσα χρόνια κι όταν τον έδιωξε ο ουρανός της είχε αρχίσει να μαζεύει τα πρώτα σύννεφα της μοναξιάς... Τη θυμήθηκε , λέει , ένα πρωί ο Νώντας , μακρινός ανιψιός από τον πρώτο της ξάδερφο ,αλλά , από της μάνας της το σόι -Τα να κάνει , άραγε, η θεία η Αφροδίτη ; είπε ένα πρωί στη γυναίκα του Η άλλη τον κοίταξε περίεργα κι έκανε το σταυρό της . Ύστερα άνοιξε το στόμα της, το άφησε ,έτσι, για ώρα και το έκλεισε όταν μια μύγα γυρόφερνε την περιοχή - Πας καλά ; Που τη θυμήθηκες ; του είπε - Θα πάω αύριο να τη βρω, έχω το... Και πήγε! Πήρε και λουλούδια από ένα φανάρι, 2 ευρώ, δε μυρίζανε αλλά και που δε μυρίζανε δηλαδή ; πήρε κι ένα παγωτό βανίλια σε πλαστικό κουτί από το περίπτερο στη γωνία της πολυκατοικίας , για να μη λιώσει γρήγορα . Στο μυαλό του είχε σχέδιο ο Νώντας. Δουλεμένο σχέδιο ! Ας είναι... καλά η κρίση που τον έβαλε σε ιστορίες , διότι του κόψανε πολλά ,έπαιρνε και σχετικά λίγα από το Δήμο ως κλητήρας και ήρθε κι έδεσε το πράμα. - Τι κάνουμε που δε φτάνουνε τα λεφτά ; Πως θα βγούμε ; μέρα νύχτα αυτή η κουβέντα τελευταία Και ψαχνόντανε ο Νώντας κι όποιος ψάχνεται κάτι βρίσκει, έτσι βρήκε τη θεία Αφροδίτη, Διότι έκατσε κι έκανε το λογαριασμό του - Θα παίρνει; Δε θα παίρνει μια σύνταξη ; δε μπορεί θα παίρνει, μια ζωή στο περίπτερο δε γίνεται, έχουμε και λέμε τόσα, σίγουρα θα έχει και το ΕΚΑΣ, άρα...κι έχει και το διαμέρισμα, άμα το νοικιάσεις , όλο και κάτι θα σου δώσει, κι η θεία τι έξοδα να έχει ; ρούχα ; τρίχες, μήπως διασκέδαση ; καλά τώρα ,δε πήγαινε νέα τώρα θα πάει, και μπορεί ; αποκλείεται, τίποτα φάρμακα θα έχει ανάγκη, αλλά έχει το ΙΚΑ της ,όσο για ένα πιάτο φαί και τίποτες να μην είχε , ε, δε πάει στο διάολο τι ψυχή θα παραδώσουμε στο Θεό ; - Να μείνει μαζί μας ; Ναι, ρε Ιουλία να μείνει μαζί μας , τι θα μας κάνει δηλαδή ; Έπειτα μεγάλη γυναίκα είναι, πόσο ακόμα ; άσε να περάσει κι αυτή λίγες μέρες σαν άνθρωπος, και βολευόμαστε κι εμείς όσο θα...έτσι ; Θα μου πεις έχει τη φήμη ότι είναι ιδιότροπη , ναι , αλλά τι ιδιότροπη να είναι τώρα ; και τι να κάνουμε ; για μια ιδιοτροπία να χάσουμε τόσα λεφτά ; Ιουλία δε πας καλά ! Μ' αυτά και μ ‘ αυτά ο Νώντας έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας, βεβαιώθηκε για το νούμερο, βρήκε το κουδούνι με το όνομα της θείας, το χτύπησε - η αλήθεια λίγο δυνατά και πολύ ώρα , διότι μεγάλη γυναίκα είναι μπορεί να μην ακούει κιόλας, σκέφτηκε - και περίμενε, ώσπου μια φωνή , όχι της θείας , ρώτησε ποιος είναι και τι θέλει αλλά πάτησε να ανοίξει κι πόρτα . Καθώς ο Νώντας ανεβαίνει, αεράτος και άνετος τις σκάλες ,αναρωτιέται ποιος να του άνοιξε και παράλληλα καταστρώνει την εισαγωγή της κουβέντας, τον πρόλογο , και χαμογελάει για το ...μυαλό του «δε πιάνομαι ο μπαγάσας», λέει Στο διαμέρισμα μπροστά κάνει την τελευταία κίνηση... αυτοπεποίθησης , φτιάχνεται, χτυπάει ,του ανοίγουν κι ανοίγει το στόμα του 4 με 5 μέτρα , που λέει ο λόγος ,καθώς αντικρίζει 5, 6 άτομα ολόγυρα , και λουλούδια - σαν τα δικά του - πάνω στο τραπεζάκι και με παγωτά ,ίδια λίγο πιο ‘ κει και να μιλάνε ...στη θεία και να προσπαθούν να την πείσουν να πάει μαζί τους , κάτι από δημοπρασία Αλλά ο Νώντας δεν ακούει, έχει γίνει κατακόκκινος και αισθάνεται κάτι να τον πνίγει, λέει ένα με συγχωρείτε και βγαίνει στο διάδρομο, πηγαίνει τρέχοντας στις σκάλες και στην έξοδο, στο καθρέπτη βλέποντας τον εαυτό του , σηκώνει το χέρι και του ρίχνει μια μούντζα λες και ...ψήφιζε ! |
|
Τελευταία ανανέωση ( 13.12.11 ) |